- υμνώ
- ὑμνῶ, -έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑμνείω Α [ύμνος]1. εξυμνώ, επαινώ, εγκωμιάζω (α. «ύμνησε τους άθλους τών αγωνιστών τού '21» β. «οὔτ' ἐπινύμφειός πω μέ τις ὕμνος ὕμνησεν», Σοφ.)2. ψάλλω εκκλησιαστικό ύμνο, δοξολογώ τον Θεό («Σὲ ὑμνοῡμεν, Σὲ εὐλογοῡμεν, Σοὶ εὐχαριστοῡμεν, Κύριε», Ακολ. Θ. Λειτ.)νεοελλ.εκθειάζω κάποιοναρχ.1. (συχνά στους ποιητές συνάπτεται με λέξεις που δηλώνουν κάτι λυπηρό ή κακό) οδύρομαι, μέμφομαι («τὰν ἐμὰν ὑμνεῡσαι ἀπιστοσύναν», Ευρ.)2. λέγω επανειλημμένως, επαναλαμβάνω («πάντες γὰρ ἐξ ἑνὸς στόματος ὑμνοῡσι», Πλάτ.)3. ηχώ, βομβώ («αὗται φῆμαι... ὑμνήσουσιν εὐθὺς περὶ τὰ τῶν παίδων ὦτα», Πλάτ.)4. φρ. «τὸν νόμον ὑμνῶ» — επαναλαμβάνω ή απαγγέλλω τον τύπο τού νόμου (Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.